- χειρότονος
- χειρότον-ος, ον,A stretching out the hands,
χ. λιταί
offered with outstretched hands,A.
Th.172 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χ. λιταί
offered with outstretched hands,A.
Th.172 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρότονος — ο / χειρότονος, ον, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων αρχ. φρ. «χειροτόνους λιτάς» δεήσεις με τεντωμένα τα χέρια (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. χειρότονος όσο και το ρ. χειροτονῶ είναι σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ.… … Dictionary of Greek
χειροτόνους — χειρότονος stretching out the hands masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροτονώ — χειροτονῶ, έω, ΝΜΑ εκκλ. διενεργώ χειροτονία νεοελλ. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τόν χειροτόνησε για τα καλά») μσν. αρχ. αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ. β. «πᾱς ἄρχων ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek